- κηρύξεως
- κηρύξεω̆ς , κήρυξιςproclaimingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εικοσιένας — (θηλ. εικοσιμία και εικοσιμιά, ουδ. εικοσιένα) (Α εἰκοσιείς, εἰκοσιμία, εἰκοσιέν) 1. (απόλ. αριθμητικό) είκοσι και ένας 2. το ουδ. ως ουσ. το εικοσιένα το έτος κηρύξεως τής Επαναστάσεως για την απελευθέρωση από τους Τούρκους … Dictionary of Greek
κήρυξη — η (ΑΜ κήρυξις) [κηρύσσω] η ανακοίνωση με κήρυκα, δημόσια γνωστοποίηση («ἠγωνίσατο... κήρυκι πρὸς πάντα τὰ κηρύξεως δεόμενα», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. φρ. «κήρυξη πολέμου» επίσημη ανακοίνωση ενός κράτους σε άλλο για έναρξη πολέμου εναντίον του μσν. αρχ … Dictionary of Greek